Λιπίδια (ω3,ω6 λιπαρά)

ΛΙΠΙΔΙΑ
Πολλές χημικές ενώσεις εντάσσονται στην κατηγορία των λιπαρών ουσιών, λόγω της βασικής ιδιότητάς τους να μη διαλύονται στο νερό, ενώ είναι διαλυτές σε μη πολικούς διαλύτες, όπως είναι ο αιθέρας και το χλωροφόρμιο. Η υδροφοβική συμπεριφορά των λιπαρών ουσιών οφείλεται στη δομή του μορίου τους. Αποτελούν δομικά συστατικά των μεμβρανών είναι η βασική αποθηκεύσιμη μορφή ενέργειας του οργανισμού ενώ ταυτόχρονα αποτελούν και βασικό κυκλοφορόν μεταβολικό καύσιμο, παρέχουν προστασία και μόνωση στον οργανισμό. Τα λιπίδια μεταφέρονται μέσω της κυκλοφορίας του αίματος μέσα σε σωματίδια αυστηρά συγκεκριμένης δομής. Οι δομές αυτές ονομάζονται λιποπρωτεΐνες. Οι λιπαρές ουσίες αποτελούνται κυρίως από άνθρακα και υδρογόνο. Οι πιο σημαντικές κατηγορίες λιπαρών ουσιών είναι τα ουδέτερα λίπη, τα φωσφορολιπίδια και τα στεροειδή.

A.    ΟΥΔΕΤΕΡΑ ΛΙΠΗ
Πρόκειται για μεγαλομοριακές ουσίες οι οποίες όμως δεν είναι πολυμερή. Κάθε ουδέτερο λίπος αποτελείται από ένα μόριο γλυκερίνης και τρία μόρια λιπαρού οξέος. Η γλυκερίνη είναι αλκοόλη με τρία άτομα άνθρακα (τα οποία μπορεί να είναι ίδια ή διαφορετικά) και τρία υδροξύλια. Τα λιπαρά οξέα (fatty acids, FA) είναι επιμήκεις γραμμικές αλυσίδες ατόμων άνθρακα των 16 ή 18 συνήθως ατόμων. Η «κεφαλή» της αλυσίδας διαθέτει καρβοξυλομάδα στην οποία βρίσκεται προσκολλημένη η υδρογονανθρακική «ουρά». Οι δεσμοί μεταξύ ατόμων άνθρακα και ατόμων υδρογόνου στην «ουρά» δεν είναι πολικοί και αυτό προσδίδει στα ουδέτερα λίπη υδροφοβικές ιδιότητες. Τα ουδέτερα λίπη δεν αναμειγνύονται με το νερό, γιατί τα μόρια του νερού διαθέτουν μεταξύ τους δεσμούς υδρογόνου που αποκλείουν τα λίπη. Τα τρία λιπαρά οξέα συνδέονται με τη γλυκερίνη με εστερικούς δεσμούς. Έτσι, σχηματίζονται τα τριγλυκερίδια και η υδρόλυση αυτών δίνουν τα λιπαρά οξέα. Τα ουδέτερα λίπη περιέχουν υπερδιπλάσια ποσότητα ενέργειας από όση οι υδατάνθρακες ανά γραμμάριο και αποτελούν την ελαφρύτερη μορφή αποταμιευτικών ουσιών. Επίσης, τα λίπη:
• Είναι κακοί αγωγοί της θερμότητας και γι’ αυτό είναι θερμομονωτικά υλικά στους οργανισμούς.
• Είναι αδιάβροχα και παρεμποδίζουν την εξάτμιση του νερού στους οργανισμούς.
• Περιβάλλουν και προστατεύουν διάφορα όργανα, όπως τους νεφρούς.

Τα ουδέτερα λίπη ονομάζονται λίπη όταν είναι στερεά σε θερμοκρασία δωματίου και έλαια με κύρια ομάδα τα Φυτικά έλαια όταν βρίσκονται σε υγρή μορφή σε θερμοκρασία δωματίου.

Τα λιπαρά οξέα διακρίνονται σε κορεσμένα λιπαρά οξέα (saturated fatty acids, SFA) αν δεν διαθέτουν διπλούς δεσμούς στην αλειφατική αλυσίδα και σε ακόρεστα λιπαρά οξέα (unsaturated fatty acids, UFA). Αν τα τελευταία διαθέτουν ένα διπλό δεσμό ονομάζονται μονοακόρεστα λιπαρά οξέα (monounsaturated fatty acids, MUFA) και αν διαθέτουν δύο ή περισσότερους ονομάζονται πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (polyunsaturated fatty acids, PUFA). Τα πιο διαδεδομένα λιπαρά οξέα είναι τα ακόλουθα:

ΑΚΟΡΕΣΤΑ ΛΙΠΑΡΑ ΟΞΕΑ
1.    ΜΟΝΟΑΚΟΡΕΣΤΑ ΛΙΠΑΡΑ ΟΞΕΑ
Τα μονοακόρεστα λιπαρά αποτελούν το «καλό» λίπος, γιατί ενταγμένα σε μια ισορροπημένη διατροφή όχι μόνο δεν προκαλούν προβλήματα, όπως το κορεσμένο λίπος, αλλά προστατεύουν κιόλας από την εμφάνιση διάφορων νοσημάτων, όπως τα καρδιαγγειακά νοσήματα και ο σακχαρώδης διαβήτης, καθώς μειώνουν ελαφρά τη χοληστερίνη, ενώ δεν επηρεάζουν ή ελαφρώς αυξάνουν τα επίπεδα της ΗDL («καλής» χοληστερίνης).

Από μελέτες που έγιναν σε κατοίκους χωρών της Μεσογείου κατά τις δεκαετίες ’50 και ’60 και συνεχίζονται μέχρι σήμερα, φάνηκε ότι η συχνότητα εκδήλωσης ασθενειών όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις και ορισμένες μορφές καρκίνου ήταν κατά πολύ μικρότερη στους μεσογειακούς λαούς από ότι στους Βορειοευρωπαίους. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η μεσογειακή δίαιτα βασίζεται, λόγω κυρίως του ελαιόλαδου, σε μονοακόρεστα λιπαρά, ενώ η βορειοευρωπαϊκή κυρίως στα κορεσμένα λιπαρά. Επίσης, σε διαβητικούς ασθενείς παρατηρήθηκε σημαντική βελτίωση του επιπέδου σακχάρου στο αίμα τους μετά την κατανάλωση μονοακόρεστων, σε αντίθεση με τους διαβητικούς, που κατανάλωναν άλλες μορφές λιπαρών οξέων (κορεσμένα, πολυακόρεστα). Επιπλέον, υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις ότι το ελαιόλαδο προστατεύει και από τον καρκίνο. Η δράση του αυτή οφείλεται κυρίως στη βιταμίνη Ε (μια από τις βασικές αντιοξειδωτικές βιταμίνες) και στις πολυφαινόλες που περιέχει. Χάρη, λοιπόν, στην αντιοξειδωτική του ικανότητα, προστατεύει τα κύτταρα και τους ιστούς του οργανισμού από τις ελεύθερες ρίζες που προκαλούν την καταστροφή τους.

Η κυριότερη πηγή μονοακόρεστων είναι το ελαιόλαδο. Επίσης, μικρότερες ποσότητες περιέχονται στα σπορέλαια (καλαμποκέλαιο, ηλιέλαιο, σογιέλαιο κλπ.), στο αβοκάντο, στο σουσάμι, στο ταχίνι, στα αμύγδαλα, στα αράπικα φιστίκια και στα καρύδια.

    Η ημερήσια πρόσληψή τους μπορεί να φτάνει μέχρι και το 15% των συνολικών θερμίδων που προσλαμβάνετε ημερησίως. Αν, δηλαδή, χρειάζεστε 2.000 θερμίδες την ημέρα, οι 300 θα προέρχονται από μονοακόρεστο λίπος, το οποίο αναλογεί σε περίπου 33 γρ. την ημέρα.
 
Ελαϊκο οξυ CH3[CH2]7CH=CH[CH2]COOH: Το συναντάμε στο λάδι της ελιάς και σε μικρότερη αναλογία στα ζωικά λίπη. Στη βιομηχανία παρασκευάζεται από τα λίπη με υδρόλυση, ψύξη και αποχωρισμό του από τη στεατίνη (μείγμα παλμιτικού και στεατικού οξέος). Τα ελαϊκό οξύ (ω-9) είναι υγρό, άχρωμο, άοσμο και άγευστο, όταν είναι καθαρό και έχει παρασκευαστεί πρόσφατα. Κατά την παραμονή του στον αέρα ταγγίζει. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή αλάτων του, για τη λίπανση του μαλλιού κ.ά. Μειώνει την ολική, και LDL χοληστερόλη όταν αντικαθιστούν το κορεσμένο λίπος και μειώνουν την ολική χοληστερόλη συγκριτικά με τους υδατάνθρακες

2.    ΠΟΛΥΑΚΟΡΕΣΤΑ ΛΙΠΑΡΑ ΟΞΕΑ
Τα πολυακόρεστα λιπαρά αποτελούν καλής ποιότητας λιπαρά. Στα πολυακόρεστα ανήκουν τα ω-3, ω-6 και ω-7 και ω-9 λιπαρά, με διαφορετικές δράσεις το καθένα, τα οποία είναι άκρως απαραίτητο να συμπεριλαμβάνονται στη διατροφή μας, γιατί ο οργανισμός μας δεν μπορεί να τα συνθέσει μόνος του. Τα πολυακόρεστα λιπαρά, ενταγμένα σε ένα ισορροπημένο διαιτολόγιο, συντελούν στη μείωση της ολικής και «κακής» χοληστερίνης. Τα μαγειρικά έλαια που είναι πλούσια σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα, όπως οι μαργαρίνες και τα σπορέλαια, αποτελούν τα πιο ευαίσθητα στο μαγείρεμα λιπαρά. Η θερμική επεξεργασία τα μετατρέπει στα ιδιαίτερα επιβλαβή για την υγεία μας trans λιπαρά. Γι’ αυτό κατά το μαγείρεμα να προτιμάτε πάντα το ελαιόλαδο. Είναι προτιμότερο τα πολυακόρεστα να τα προσλαμβάνετε από τους ξηρούς καρπούς, τα λιπαρά ψάρια και τα χόρτα.

Τα ω-3 και ω-6 λιπαρά είναι απαραίτητα για την καλή ανάπτυξη και λειτουργία του εγκεφάλου, την αποτελεσματικότητα του ανοσοποιητικού συστήματος, το σχηματισμό κυτταρικών μεμβρανών, το σχηματισμό ορμονών που σχετίζονται με την αναπαραγωγική λειτουργία. Τα ω-3 συμβάλλουν κυρίως στη μείωση της αρτηριακής πίεσης και φαίνεται να δρουν προστατευτικά έναντι καρδιαγγειακών νοσημάτων. Τα ω-3 και ω-6 λιπαρά οξέα έχουν αντιοξειδωτικές και αντι-φλεγμονώδεις ιδιότητες γεγονός που τα καθιστά σημαντικούς παράγοντες προστασίας από τις χρόνιες ασθένειες, όπως τα κακοήθη νεοπλάσματα, ο διαβήτης, νευροεκφυλιστικές ασθένειες, η ασθένεια Alzheimer και η αρθρίτιδα.

    Μια ισορροπημένη διατροφή θα πρέπει να περιέχει περίπου 10% των ημερησίων θερμίδων σε πολυακόρεστα λιπαρά, δηλαδή περίπου 22 γρ. την ημέρα για κάποιον που χρειάζεται 2.000 θερμίδες. Από αυτά, το μεγαλύτερο ποσοστό, περίπου το 80%, θα πρέπει να είναι ω-6 λιπαρά και το υπόλοιπο 20% να είναι ω-3 και άλλα πολυακόρεστα.

Τα ω-3 περιέχονται σε ορισμένους ξηρούς καρπούς (στα καρύδια και στα αμύγδαλα), στο λιναρόσπορο, στη σόγια, στα άγρια χόρτα (π.χ. γλιστρίδα, αντράκλα), στα λιπαρά ψάρια (π.χ. σολομός, σαρδέλες, γαύρος και σκουμπρί). Τα ω-6 περιέχονται κυρίως στις φυτικές μαργαρίνες και σε φυτικά σπορέλαια (όπως το αραβοσιτέλαιο, το ηλιέλαιο, το σογιέλαιο).

α – λινολενικό οξύ (ω-3): Το λινολενικό οξύ ανήκει στην ομάδα των απαραίτητων λιπαρών οξέων που ονομάζονται ωμέγα-3 λιπαρά οξέα, που ανήκουν στα απαραίτητα διατροφικά στοιχεία.  Το λινολενικό οξύ βρίσκεται σε υψηλές συγκεντρώσεις σε ορισμένα φυτικά έλαια όπως το έλαιο λιναρόσπορου.  Σε μικρότερες συγκεντρώσεις υπάρχει στα έλαια κανόλας, φασολιού σόγιας και καρυδιών. Μετά την πρόσληψη, το σώμα μετατρέπει το λινολενικό οξύ σε μικρές ποσότητες εικοσαπενταενοϊκού οξέος (EPA) και δοκοσαεξαενοϊκού οξέος (DHA), οι δύο τύποι ωμέγα-3 λιπαρών οξέων που χρησιμοποιούνται άμεσα από το σώμα. Η μετατροπή του λινολενικού οξέος σε EPA και περαιτέρω σε DHA είναι περιορισμένη στους ανθρώπους. Το λινολενικό οξύ δρα κατά των καρδιαγγειακών νοσημάτων.

λινελαϊκο οξύ (ω-6) και γ – λινολενικό οξύ (ω-6): Το λινελαϊκό οξύ (LA) είναι ένα άχρωμο υγρό σε θερμοκρασία δωματίου και το λινελαϊκό οξύ (LA) είναι ένα πολυακόρεστο λιπαρό οξύ που χρησιμοποιούνται για την βιοσύνθεση του αραχιδονικού οξέος (AA) και ως εκ τούτου κάποιες προσταγλανδίνες. Βρίσκεται στα λιπίδια των κυτταρικών μεμβρανών. Είναι πλούσια σε πολλά φυτικά έλαια, που αποτελείται από πάνω από το μισό (κατά βάρος) του παπαρουνόσπορο, κνήκου, ηλίανθος, καλαμπόκι και έλαια. O οργανισμός του ανθρώπου δεν μπορεί να βιοσυνθέσει το λινελαϊκό οξύ και το α-λινολενικό οξύ από άλλες πηγές και για τον λόγο αυτό το λινελαϊκό οξύ και το α-λινολενικό οξύ πρέπει να λαμβάνονται με την τροφή και ονομάζονται απαραίτητα λιπαρά οξέα (essential fatty acids, EFAs). Παλαιότερα τα δύο αυτά πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (μαζί) ονομάζονταν βιταμίνη F. Αυτά μειώνουν σημαντικά την ολική και την LDL χοληστερίνη.

παλμιτελαικό οξύ (ω-7): Το παλμιτελαϊκό οξύ ωμέγα-7 PUFA είναι ιδιαίτερα σημαντικό, επειδή παρέχει τη ρευστότητα στη μεμβράνη, έχοντας αρκετά χαμηλή ευαισθησία στην οξείδωση. Είναι γεγονός ότι η υπεροξείδωση των λιπιδίων από τις ελεύθερες ρίζες οδηγεί στην αποσύνθεση των μεμβρανών και σε μια επακόλουθη απώλεια λειτουργίας, που οδηγεί πχ στο έλκος της πεπτικής οδού, ή σε ένα διαταραγμένο επιδερμικό τμήμα ή σημείο στο δέρμα με συνέπεια την δημιουργία πληγών και έτσι συνδέεται και με την ξηρότητα του βλενογόνου του κόλπου (ιδιαίτερα στις εμμηνοπαυσιακές γυναίκες). Τα Ωμέγα-7 PUFAs, μαζί με τις άλλες κατηγορίες των ωμέγα λιπαρών οξέων που βρίσκονται στο λάδι του Ιπποφαούς διαδραματίζουν έναν σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση της ανοσοποιητικής λειτουργίας, των εξάψεων και αναστατώσεων αυτής της περιόδου στην γυναίκα. Κατά συνέπεια ωμέγα-7 λιπαρά οξέα προωθούν την υγεία και την αναγέννηση του βλεννογόνου ιστού προσφέροντας αντιφλεγμονώδη δράση στο δέρμα και αποτροπή της κολπικής ξηρότητας στις εμμηνοπαυσιακές γυναίκες.

αραχιδονικό οξύ: Το αραχιδονικό οξύ είναι ένα ωμέγα-6 λιπαρό οξύ 20 ατόμων άνθρακα.  Το αραχιδονικό οξύ ελέγχει της λειτουργίες του σώματος που σχετίζονται με την φλεγμονή και το κεντρικό νευρικό σύστημα.  Το περισσότερο αραχιδονικό οξύ στο ανθρώπινο σώμα προέρχεται από διατροφικό λινολεϊκό οξύ, το οποίο προέρχεται από σπορέλαια και ζωικά λίπη. Το αραχιδονικό οξύ μπορεί να εισχωρήσει στον πυρήνα του κυττάρου και να αλληλεπιδράσει στη μεταγραφή του DNA για τις κυτταροκίνες ή άλλες ορμόνες. Στην διαδικασία της φλεγμονής, άλλες δύο ομάδες διατροφικών απαραίτητων λιπαρών οξέων σχηματίζουν αλληλουχίες που παραλληλίζουν και ανταγωνίζονται με την αλληλουχία του αραχιδονικού οξέος.

ΚΟΡΕΣΜΕΝΑ ΛΙΠΑΡΑ ΟΞΕΑ
Θεωρούνται «κακά» λιπαρά γιατί είναι αυτά που σχετίζονται με καρδιαγγειακά νοσήματα και διάφορες μορφές καρκίνου. Η αυξημένη κατανάλωσή τους οδηγεί σε αύξηση της ολικής και της «κακής» (LDL) χοληστερίνης.
 
Μελέτες σε δυτικές χώρες με αυξημένη κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών δείχνουν ραγδαία αύξηση της αρτηριοσκλήρυνσης, της υπέρτασης και των εγκεφαλικών και καρδιακών επεισοδίων. Η συσσώρευση λίπους στα αγγεία φαίνεται ότι αποτελεί την απαρχή όλων αυτών των προβλημάτων. Στις ίδιες χώρες αυξάνονται και τα περιστατικά εμφάνισης ορισμένων μορφών καρκίνου, όπως του στομάχου και του παχέος εντέρου. πόσο κορεσμένο λίπος να καταναλώνουμε; Τα πιο συνηθισμένα μαγειρικά λίπη και έλαια που περιέχουν κυρίως κορεσμένα λιπαρά είναι το βούτυρο, η κρέμα γάλακτος και το φοινικέλαιο. Βασικό χαρακτηριστικό τους είναι ότι, λόγω της δομής τους, δεν αλλοιώνονται εύκολα κατά το μαγείρεμα. Ωστόσο, και μόνο το γεγονός ότι περιέχουν κυρίως κορεσμένο λίπος θα πρέπει να αποτρέπει τη συστηματική χρήση τους.

Οι σημαντικότερες πηγές κορεσμένων λιπαρών είναι τα ζωικά λίπη, όπως τα πλήρη γαλακτοκομικά προϊόντα (γάλα, γιαούρτι, τυρί), το λίπος του κρέατος, το αυγό, η κρέμα γάλακτος, το βούτυρο και ορισμένες φυτικές τροφές, όπως η καρύδα. Και τα σημαντικότερα κορεσμένα λιπαρά οξέα είναι το βουτυρικό οξύ, το καπρονικό οξύ, το παλμιτικό οξύ, το αραχιδικό και το στεατικό.
 
TRANS ΛΙΠΑΡΑ ΟΞΕΑ
Μετά από πολλά χρόνια επιδημιολογικών ερευνών οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι τα trans- λιπαρά οξέα είναι επικίνδυνα στην υγεία. Η βιομηχανία τροφίμων εδώ και δεκαετίες κάνει μερική υδρογόνωση σε πολυακόρεστα φυτικά έλαια (τα οποία ταγγίζουν εύκολα και δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην παρασκευή τροφίμων) για να μετατραπούν σε ημίρρευστα λίπη (μαργαρίνες). Επομένως τα λιπαρά οξέα αυτά είναι υποπροϊόν της θερμικής κυρίως επεξεργασίας των πολυακόρεστων λιπαρών. Ο κυριότερος εκπρόσωπος της ομάδας αυτής είναι  το trans-ελαϊκό οξύ ή ελαϊδικό οξύ (elaidic acid). Τα trans είναι τα πλέον επιβλαβή λιπαρά, αφού οδηγούν όχι μόνο σε αύξηση της ολικής και της «κακής» χοληστερίνης, αλλά και σε μείωση της «καλής». Ενοχοποιούνται σήμερα για προβλήματα που αφορούν την καρδιά και τα αγγεία, με κυριότερο αυτό της αρτηριοσκλήρυνσης.

Τρόφιμα τα οποία περιέχουν trans λιπαρά είναι κυρίως τα πατατάκια, τα γαριδάκια, τα μπισκότα, τα αρτοσκευάσματα τύπου κρουασάν, οι έτοιμες ζύμες, οι τηγανητές πατάτες των ταχυφαγείων (fast food), τα τηγανητά λαχανικά που καταναλώνουμε έξω, όπως τα onion rings κλπ.

B.    ΦΩΣΦΟΛΙΠΙΔΙΑ
Τα φωσφορολιπίδια είναι συγγενικά των ουδέτερων λιπών αλλά το κάθε ένα διαθέτει μόνο δύο λιπαρά οξέα αντί τρία που έχουν τα ουδέτερα λίπη. Η τρίτη υδροξυλομάδα της γλυκερίνης είναι ενωμένη με φωσφορική ομάδα η οποία είναι αρνητικά φορτισμένη. Επιπρόσθετα μικρά μόρια οργανικών βάσεων (φορτισμένα ή πολικά) βρίσκονται συνήθως συνδεδεμένα με τη φωσφορική ομάδα, δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο μια ποικιλία φωσφορολιπιδίων. Τα δύο άκρα του μορίου του φωσφορολιπιδίου διαφέρουν μεταξύ τους και χημικά και λειτουργικά. Το άκρο με τα λιπαρά οξέα (η ουρά) είναι υδρόφοβο και αδιάλυτο στο νερό και το άκρο με την οργανική βάση (η κεφαλή) είναι φορτισμένο, υδρόφιλο και υδατοδιαλυτό. Όταν τα φωσφορολιπίδια περιβάλλονται από νερό, σχηματίζουν μυκήλια (σφαιρίδια) για να προστατεύσουν τις υδρόφοβες ουρές. Στην επιφάνεια του κυττάρου, τα φωσφορολιπίδια δημιουργούν διπλοστιβάδες οι οποίες, μαζί με μόρια πρωτεϊνών, αποτελούν τα βασικά συστατικά των βιολογικών μεμβρανών. Κυριότερο φωσφολιπίδιο είναι η λεκιθίνη που ως πολικό μόριο φέρει μια αζωτούχο βάση, τη χολίνη.

1.    ΛΕΚΙΘΙΝΗ και ΧΟΛΙΝΗ:Η λεκιθίνη είναι μια τεράστια θρεπτική δύναμη. H λεκιθίνη είναι μια λιπαρή ουσία που παράγεται από το συκώτι και συντίθεται από χολίνη, μια φυσική ένωση που βρίσκεται σε όλα τα κύτταρα των φυτών και των ζώων. Διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε όλες σχεδόν τις βιολογικές διαδικασίες - συμπεριλαμβανομένης της μετάδοσης του νευρικού σήματος, την αναπνοή και την παραγωγή ενέργειας. Η λεκιθίνη είναι σημαντικό στοιχείο για όλες αυτές τις βιολογικές λειτουργίες και περισσότερο για τις μεταβολικές και ενεργειακές διαδικασίες του εγκεφάλου Η λεκιθίνη μπορεί να βρεθεί σε μια ποικιλία τροφίμων, συμπεριλαμβανομένων κρόκων αυγών, γάλα, κρέας, ψάρια και όσπρια. Δεδομένου ότι η πρόσληψη μερικών από αυτά τα τρόφιμα έχει μειωθεί λόγω της χοληστερόλης και λίπους που περιέχουν, έχουμε μειωμένη πρόσληψη ταυτόχρονα σε αυτό το σημαντικό θρεπτικό συστατικό. Κάθε ζωντανό κύτταρο έχει απόλυτη ανάγκη από επάρκεια των φωσφολιπιδίων και αυτό κάνει την λεκιθίνη απαραίτητο σχεδόν συμπλήρωμα διατροφής. Η λεκιθίνη λειτουργεί ως όχημα για τα απαραίτητα λιπαρά οξέα και για την προώθηση του μεταβολισμού μέσω της κυτταρικής μεμβράνης. Αποτελείται από φωσφατιδυλοχολίνες, οι οποίες είναι μια ομάδα φωσφολιπιδίων που το καθένα παράγεται από γλυκερόλη, φώσφορο, χολίνη και δύο λιπαρά οξέα που ποικίλουν κάθε φορά. Παρόλα αυτά, ο όρος λεκιθίνη συχνά περιγράφει μια ευρύτερη ομάδα ουσιών δηλαδή, φωσφατιδυλοχολίνη μαζί με φωσφατιδυλοϊνοσιτόλη, φωσφατιδυλοαιθανολαμίνη, φωσφατιδυλοσερίνη και ελεύθερα λιπαρά οξέα, χολίνη και ινοσιτόλη.  Ειδικά σε ότι αφορά τη λειτουργία του νευρικού μας συστήματος απειλείται ιδιαίτερα σε κάθε περίπτωση που υπάρχουν σημαντικές ανεπάρκειες σε βασικά συστατικά της λεκιθίνης εμφανίζοντας μια ποικιλία νευρολογικών διαταραχών. Η Φωσφατιδυλοχολίνη χτίζει το σώμα και κυρίως τις μεμβράνες των νευρικών κυττάρων και αποτελεί βασικό συστατικό των νευροδιαβιβαστών. Ο ρόλος της είναι εξαιρετικά σημαντικός ειδικά για τη μνήμη. Ως λιποτροπική ουσία η λεκιθίνη και ειδικά η χολίνη είναι κρίσιμη στην διαχείριση και το κάψιμο του λίπους και στο μεταβολισμό της χοληστερόλης κυρίως μέσω του ήπατος. Η έρευνα έχει δείξει ότι φωσφατιδυλοχολίνη είναι ευεργετική στην κατάθλιψη, απώλεια μνήμης, νευρολογικές διαταραχές.Οι περισσότερες επικυρωμένες γνωστές βρεφικές τροφές στον κόσμο περιέχουν λεκιθίνη. Η χολίνη είναι σημαντική για την καρδιά, αφού μαζί με το φολικό οξύ συμμετέχει στον μεταβολισμό της αμινοξικής ομοκυστίνης. Υπολογίζεται, ότι η τελευταία είναι υπεύθυνη για κάποιες καρδιακές-αγγειακές παθήσεις. Η λήψη λεκιθίνης συμβάλλει και στην μείωση της βλαβερής χοληστερόλης. Είναι γνωστό προ καιρού, ότι η λεκιθίνη και η χολίνη είναι σημαντικές και για την σωστή λειτουργία του συκωτιού.

C.    ΣΤΕΡΟΕΙΔΗ
Τα στεροειδή είναι λιπίδια που έχουν, όμως, αρκετά διαφορετική δομή από τα ουδέτερα λίπη και τα φωσφορολιπίδια. Τα άτομα του άνθρακα στα στεροειδή είναι τοποθετημένα σε τέσσερις συνδεδεμένους δακτυλίους και τα στεροειδή διαφοροποιούνται από τις πλευρικές ομάδες που είναι συνδεδεμένες με τους δακτυλίους. Η χοληστερίνη (χοληστερόλη) είναι στεροειδές μόριο με μεγάλη βιολογική σημασία. Αποτελεί δομικό συστατικό των μεμβρανών των ζωικών κυττάρων. Οι αρσενικές και θηλυκές φυλετικές ορμόνες είναι παραδείγματα ορμονών με στεροειδή σύσταση (ουσιαστικά αυτές οι ορμόνες παράγονται από τη χοληστερίνη) καθώς και ορμόνες που εκκρίνονται από τη φλοιώδη μοίρα των επινεφριδίων. Είναι φανερό πως τα στεροειδή είναι εξαιρετικά χρήσιμα, παρ’ όλο που, αυξημένη συγκέντρωση χοληστερίνης στο αίμα, δυνατό να προκαλέσει αθηροσκλήρωση. Προέρχονται από το στεράνιο και παραδείγματα στεροειδών αποτελούν η χοληστερίνη και πολλές ορμόνες όπως η τεστοστερόνη, η προγεστερόνη και η κορτιζόλη.
Εκτύπωση