Κάρολος Λινναίος

ΚΑΡΟΛΟΣ ΛΙΝΝΑΙΟΣ
Ο Κάρολος Λινναίος (Carl von Linne, 1707-1778) γεννήθηκε στο Ρόσουλτ της κοινότητας Stenbrohult στην επαρχία του Σμώλαντ της νότιας Σουηδίας. Ο πατέρας του Νιλς ήταν κληρικός και η μητέρα του Χριστίνα ήταν η κόρη του εφημέριου της κοινότητας. Όταν αυτός πέθανε ανέλαβε τα καθήκοντα του εφημέριου ο Νιλς. Το ενδιαφέρον για τα φυτά το είχε ήδη ο πατέρας του, ο Νιλς. Αυτός διάλεξε και το επώνυμο Λινναίος από μια φλαμουριά (στα σουηδικά Linn) που υπήρχε κοντά στο πατρικό του σπίτι. Ο Κάρολος προοριζόταν να γίνει κληρικός, όπως ο πατέρας του και ο παππούς του, αλλά αυτό δεν τον ενθουσίαζε. Το ενδιαφέρον του για την βοτανική, έδωσε αφορμή στον τοπικό ιατρό και δάσκαλο Ρότμαν, να μεταπείσει τον πατέρα του και έτσι εστάλη το 1727, μετά το γυμνάσιο, για σπουδές ιατρικής στο πανεπιστήμιο του Λουντ. Οι σπουδές ιατρικής ήταν συνώνυμες με τις σπουδές φυσικών επιστημών, εκείνη την εποχή. Στο Λουντ ασχολήθηκε με τον βοτανικό τους κήπο και προτάθηκε να πάει στο πανεπιστήμιο της Ουψάλας όπου θα είχε μεγαλύτερες προοπτικές. Την επόμενη χρονιά έφυγε για την Ουψάλα.

Στην Ουψάλα γνωρισε με τον φημισμένο καθηγητή Όλαφ Κέλσιο (Olaf Celsius) ο οποίος εντυπωσιάστηκε με τις γνώσεις και τις βοτανικές συλλογές του Λινναίου. Με αφορμή ενός έργου που έπεσε στα χέρια του, το Nuptiae Arborum Dissertatio (Ουψάλα, 1729) του Wallin, έγραψε μία πραγματεία περί των φύλων των φυτών (Preludia Sponsaliorum Plantarum 1729, «Οι γάμοι των φυτών»). Αυτό τράβηξε την προσοχή του καθηγητή βοτανικής του πανεπιστημίου, Ρούντμπεκ, ο οποίος λόγω ηλικίας ήταν αναγκασμένος να παραδίδει τα μαθήματα μέσω αντιπροσώπου. Έτσι τον έθεσε βοηθό του και αναπληρωτή καθηγητή. Το 1730 ο Λινναίος ξεκίνησε τις παραδώσεις. Το 1732 η Ακαδημία των Επιστημών της Ουψάλας χρηματοδότησε τον Λινναίο για την εξερεύνηση της, ουσιαστικά άγνωστης έως τότε, Λαπωνίας. Τα αποτελέσματα αυτής της εξερευνητικής αποστολής εκδόθηκαν στο έργο του Flora Lapponica (Άμστερνταμ, 1737).

Το 1735 έφυγε από τη Σουηδία και πήγε στην Ολλανδία, ηγέτιδα στις φυσικές επιστήμες εκείνη την εποχή, και έκανε το διδακτορικό του στην ιατρική στο Χαρντερβάικ (Harderwijk). Τελικά έφθασε στο Λέιντεν όπου έδειξε το προσχέδιο του έργου του περί ταξινόμησης, Systema Νaturae, στον βοτανολόγο Jan Fredrik Gronovius ο οποίος έμεινε έκπληκτος και το έστειλε να εκδοθεί με δικά του έξοδα. Σε αυτό το μνημειώδες έργο δημοσιεύτηκε το σύστημα ταξινόμησης που δημιούργησε, τόσο για τα φυτά όσο και για τα ζώα.

Την επόμενη χρονιά, το 1736, επισκέφθηκε την Αγγλία και το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου γνωρίστηκε με πολλούς αξιόλογους επιστήμονες. Με την επιστροφή του στην Ολλανδία ολοκλήρωσε την έκδοση του έργου του Genera Plantarum. Μέχρι την επόμενη χρονιά είχε εκδώσει το Hortus Cliffortianus, μια περιγραφή της συλλογής φυτών και του διάσημου κήπου του εύπορου τραπεζίτη G. Clifford, αλλά και το Classes Plantarum (1738). Επιστρέφοντας στη Σουηδία, τον Σεπτέμβριο το 1738, εξάσκησε την ιατρική και τον Ιούνιο της επόμενης χρονιάς πήρε για σύζυγό του την Σάρα Μορέα (Sara Morea). Το 1739 ήταν ένας από τους ιδρυτές της σουηδικής Βασιλικής Ακαδημίας των Επιστημών (Kungliga Vetenskapsakademin). Το 1741 του δόθηκε μία έδρα στην ιατρική της Ουψάλας, όμως σύντομα την αντάλλαξε με μια έδρα στην βοτανική.

Όταν δεν ταξίδευε, εργαζόταν πάνω στην ταξινόμησή του, εκτείνοντας τη μελέτη του στα βασίλεια των ζώων και των ορυκτών. Επιχειρούσε να κατηγοριοποιήσει τα στοιχεία του φυσικού κόσμου με τον κατάλληλο τρόπο. Το 1744 ο Λινναίος έφερε το θερμόμετρο στη σημερινή του μορφή, αντιστρέφοντας την κλίμακα που εφηύρε ο Άντερς Κέλσιος (Anders Celsius), αρχικά το σημείο βρασμού του νερού ήταν στους 0 βαθμούς και το σημείο τήξης του πάγου στους 100. Το 1745 εξέδωσε τα έργα του Flora Suecica και Fauna Suecica, κατόπιν δύο τόμους με παρατηρήσεις που έκανε κατά τη διάρκεια ταξιδιών στη Σουηδία, αλλά και το Hortus Upsaliensis (1748). Το 1750 βγήκε το έργο του Philosophia Botanica, που ήταν μια κριτική στα διάφορα αξιώματα που είχε εξεδώσει το 1735 στο Fundamenta Botanica.Όμως το σημαντικότερο έργο αυτής της περιόδου ήταν το Species Plantarum, το οποίο είναι το σημείο εκκίνησης της σύγχρονης ονοματολογίας των φυτών. Την ίδια χρονιά του δόθηκε ο τίτλος του «ιππότη του πολικού αστέρα», που δόθηκε για πρώτη φορά σε άνδρα των επιστημών.

Το 1757 ο βασιλιάς της Σουηδίας Αδόλφος Φρειδερίκος (Adolf Fredrik), έδωσε τίτλο ευγενείας στον Λινναίο ο οποίος άρχισε να χρησιμοποιεί το επώνυμο von Linné, όχι όμως και στα επιστημονικά του έργα. Στα εξήντα του άρχισε να υποχωρεί η μνήμη. Το 1774 έπαθε αποπληξία η οποία τον εξασθένισε. Πέθανε στις 10 Ιανουαρίου του 1778 στον καθεδρικό ναό της Ουψάλας, κατά τη διάρκεια μιας λειτουργίας. Θάφτηκε στον ίδιο ναό. Ο συνονόματος γιος του, Κάρολος Λινναίος ο νεότερος, έγινε επίσης βοτανολόγος. Οι βοτανικές και ζωολογικές συλλογές του εξαγοράστηκαν το 1783 από το ίδρυμα «Λινναία Εταιρία του Λονδίνου» (The Linnean Society of London).

Κατά τον 18ο αιώνα, οπότε και συντελέστηκε μια μεγάλη επέκταση της γνώσης της φυσικής ιστορίας, ο Λινναίος δημιούργησε ένα εκτεταμένο σύστημα ταξινόμησης τόσο για τα φυτά όσο και για τα ζώα. Το μεγαλύτερο μέρος της ταξινόμησής του έχει αλλάξει πολύ, αλλά οι βασικές αρχές του συστήματός του ακολουθούνται ακόμη. Το σύστημα του Λινναίου για τη διευθέτηση των οργανισμών είναι ένα ιεραρχικό σύστημα ταξινόμησης. Οι κατηγορίες, οι ταξινομικές μονάδες στις οποίες ομαδοποιούνται οι οργανισμοί τοποθετούνται σε μια απ' τις πολλές ταξινομικές βαθμίδες. Ο Λινναίος αρχικά χρησιμοποίησε τις ακόλουθες πέντε βαθμίδες (με φθίνουσα σειρά): βασίλειο, ομοταξία (κλάση), τάξη, γένος και είδος. Η ιεραρχία των ταξινομικών βαθμίδων έχει επεκταθεί σημαντικά από την εποχή του Λινναίου. Πλέον περιλαμβάνει επτά υποχρεωτικές βαθμίδες για το ζωικό βασίλειο:

•    βασίλειο, συνομοταξία (φύλο), ομοταξία (κλάση), τάξη, οικογένεια, γένος και είδος.

Η μεγαλύτερη καινοτομία του Λινναίου, και το σημαντικότερο στοιχείο του συστήματός του, είναι η χρήση της διωνυμικής ονοματολογίας που εισήγαγε το 1735 με το έργο του Systema Naturae. Κάθε είδος έχει ένα λατινικό όνομα που αποτελείται από δύο λέξεις και γράφονται με πλάγια γραφή ή είναι υπογραμμισμένες. Η πρώτη λέξη είναι το όνομα του γένους, και γράφεται πάντα με κεφαλαίο το αρχικό γράμμα. Η δεύτερη λέξη είναι το ειδικό επίθετο που γράφεται με πεζά γράμματα. Το όνομα του γένους είναι πάντα ουσιαστικό ενώ το όνομα του είδους είναι συνήθως επίθετο. Το ειδικό επίθετο δεν αναφέρεται ποτέ μόνο του. Για τον καθορισμό του είδους είναι απαραίτητη η αναφορά όλου του διωνύμου. Στη ζωολογία εισήγαγε τη διώνυμη ονοματολογία η 10η έκδοση του Systema Naturae το 1758, οπότε και 'γίνανε διώνυμοι όλοι οι οργανισμοί. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου το είδος διαιρείται σε υποείδη, οπότε χρησιμοποιείται μια τριωνυμική ονοματολογία.
Εκτύπωση