Δίκταμο φυτό ( Dictamus folia tot ) ( Dittany of crete herb whole )

diktamoΔίκτμαμο Ο δίκταμος (έρωντας, αδίχταμος, στοματόχορτο, σταματόχαρτο, μαλλιαρό, Αγγλικά: dittany) είναι ενδημικό φυτό της Κρήτης με επιστημονικό όνομα Origanum dictamnus το οποίο ανήκει στην οικογένεια των Χειλανθών (Lamiaceae). Στην Ελλάδα συναντώνται 5 αυτοφυή είδη αυτού του γένους, ενδημικά στην Κρήτη, σε ορισμένα νησιά του Αιγαίου και σε ορεινές περιοχές της νότιας ηπειρωτικής χώρας.

Πρόκειται για είδος ενδημικό της Κρήτης, και έχει χαρακτηρισθεί απειλούμενο εξαιτίας της υπερεκμετάλλευσης. Πληθυσμοί του φυτού βρίσκονται στο φαράγγι της Σαμαριάς, όπου, ως εθνικό πάρκο, η συλλογή του απαγορεύεται από το νόμο. Ο Κρητικός δίκταμος αυτοφύεται σε ορεινές και λοφώδεις ασβεστολιθικές εκτάσεις, σε φαράγγια, σε γκρεμούς και βράχους των ορεινών περιοχών, κυρίως στις ανατολικές πλαγιές των βουνών Ίδης και Δίκτης της Κρήτης. Πιο συγκεκριμένα, ευρίσκεται στις βραχώδεις περιοχές του Παλαιοχωρίου Σελινίου, στα βράχια και τις απόκρημνες πλαγιές της χερσονήσου Σπάθα, στα Λευκά Όρη, τον Κίσσαμο, το Σιρακάρι, Κουνένι, Σφηνάρι, Μαλεβίτσι, Κάτω Ασίτες, Ψηλορείτη, Μεσσαρά, όρος Δίχτυ, Κουρταλιώτικο, Κοτσιφού, Αγία Γαλήνη, Σπήλι, Χουδέτσι, Έμπαρος.

Είναι χαμηλός ημιξηλώδης θάμνος με βλαστούς που φτάνουν τα 40cm και λευκό εριώδες τρίχωμα με βελούδινη υφή. Ο βλαστός του φυτού είναι τετραγωνικός, πολύκλαδος και έχει φύλλα ωοειδή, με στρογγυλωμένη ή ελαφρώς καρδιόσχημη βάση, ακέραια, δικτυωτής νεύρωσης. Σε κάθε γόνατο του βλαστού του φέρει ένα ζευγάρι φύλλα, σταυρωτά τοποθετημένα ως προς τα υπερκείμενα και υποκείμενα ζευγάρια. Το φύλλο καλύπτεται από μεγάλο αριθμό μη αδενωδών οξύληκτων διακλαδισμένων τριχών. Σε αυτές οφείλεται η βελούδινη υφή του φύλλου και ο ρόλος τους είναι προστατευτικός. H κατανομή τους στην επιφάνεια του φύλλου είναι ομοιόμορφη ο αριθμός τους όμως είναι μεγαλύτερος για την κάτω επιδερμίδα του φύλλου, γι‘ αυτό και φαίνεται ανοιχτότερου χρώματος από την επάνω. Το φύλλο φέρει επίσης αδενώδης τρίχες οι οποίες εμφανίζονται ως διαυγή σταγονίδια διασκορπισμένα σ’ όλη την επιφάνεια του. Οι αδενώδεις τρίχες αριθμητικά υπολείπονται των μη αδενωδών τριχών. Οι αδενώδεις τρίχες θεωρούνται οι βασικές πηγές παραγωγής του αιθέριου ελαίου. Ανθοταξίες σε ομάδες των 3-10, πυκνές, ωοειδείς ή επιμήκεις, κατανεμημένες σε σπονδυλωτή διάταξη. Η διάταξη των ανθέων εντοπίζεται σε μασχαλιαίους ή ακραίους σπονδύλους όπου σχηματίζουν μονοχάσια ή διχάσια. Βράκτια φύλλα, πορφυρά, μακρύτερα του κάλυκα. Τα άνθη διαθέτουν στεφάνη ρόδινη περιβαλλόμενη από μεγάλα κοκκινωπά βράκτια με αυλό διπλάσιο σε μήκος από αυτόν του κάλυκα. Φύεται σε ασβεστούχα πετρώματα, σε θραύσματα και σχισμές βράχων, συνήθως σε σκιώδη μέρη και σε υψόμετρο από 300 μέχρι 1500m. Η συλλογή του γίνεται κάτω από δύσκολες συνθήκες και για το λόγο αυτό ονομάστηκε «έρωντας», γιατί πρέπει να 'χει κανείς το πάθος του έρωτα για ν' αποφασίσει να διακινδυνέψει τη ζωή του για να το μαζέψει.

Το όνομά του προέρχεται από τις λέξεις Δίκτη (όρος) και θάμνος, ο θάμνος της Δίκτης. Οι θαυματουργικές του ιδιότητες αναφέρονται από πολλούς αρχαίους συγγραφείς όπως είναι ο Όμηρος, ο Αριστοτέλης, ο Ευριπίδης, ο Θεόφραστος, ο Βιργίλιος, ο Πλούταρχος, ο Διοσκουρίδης, ο Γαληνός κ.α. Συγκεκριμένα ο Πλίνιος αναφέρεται σε αυτό «Tο φυτόν καλούμενον δίκταμον εις ουδέν άλλο μέρος φύεται ειμή εν τη νήσω Kρήτη» και ο Θεόφραστος στο έργο του «Περί Φυτών ιστορίες» γράφει «Tο δίκταμο είναι φυτό που βγαίνει μόνο στη Κρήτη» ενώ το συνιστούσε την ώρα του τοκετού σαν κατάπλασμα χαμηλά στην κοιλιά για τη δυστοκία. Τον προφύλαγαν μάλιστα μέσα στο κενό των βλαστών του άρτηκα και του καλαμιού μην τυχόν και χάσει τις ιδιότητές του. Ο Ιπποκράτης τον συνιστούσε σε έμπλαστρο για τη χοληδόχο κύστη, τους πνεύμονες και τα πρηξίματα. O Aριστοτέλης στο έργο του «Περί των ζώων ιστορίαι» αναφέρει τα εξής «Tας δε εν τη Kρήτη αίγας τας αγρίας όταν τοξευθώσι ζητείν το δίκταμνον δοκεί γαρ εκβλητικόν είναι των βελών», που σημαίνει ότι όταν τα αγριοκάτσικα (Capra aegagrus) του Ψηλορείτη πληγώνονταν από βέλη κυνηγών, μασούσαν δίκταμο και τον έβαζαν πάνω στην πληγή τους, για να απομακρύνουν το δηλητήριο και το ίδιο το βέλος και να θεραπευτούν, γνωστή ιδιότητα του φυτού. Ο Διοσκουρίδης μάλιστα θεράπευε τις πληγές των στρατιωτών σε περιόδους πολέμου. O Bιργίλιος στο 12ο βιβλίο της «Aινειάδας» του, διηγείται ότι όταν πληγώθηκε ο Aινείας από βέλος στον Τρωικό Πόλεμο, η μητέρα του η Aφροδίτη πήγε και μάζεψε δίκταμο στο όρο Ίδη της Kρήτης «φυτόν ύπερ επιζητεί η άγρια αίξ, όταν το ταχύ βέλος του κυνηγού την πληγώση». Κατά τη μυθολογία ήταν αφιερωμένο στη θεά Άρτεμης Δίκτυννας η οποία εκτός των άλλων ήταν και προστάτης των επιλόχων γυναικών. Για τον ίδιο λόγο οι αρχαίοι παρίσταναν το άγαλμα της θεάς με στεφάνι από το φυτό αυτό. Το ονόμαζαν και «αρτεμίδιον» δίνοντάς του το όνομα της θεάς, που πλήγωνε με τα δηλητηριασμένα βέλη της αλλά γιάτρευε και τις πληγές που προκαλούσε. Στο μεσαίωνα, τα μοναστήρια έφτιαχναν ένα ποτό πού είχε μέσα δίκταμο, και σήμερα ακόμα τα καλά βερμούτ αρωματίζονται με δίκταμο.

Το αναφέρουν σαν αποτελεσματικό στις παθήσεις των νεφρών, των εντέρων για τις δηλητηριάσεις κ.α., κάτι που έχει εξακριβωθεί από τους σύγχρονους μελετητές, γι' αυτό στην Κρήτη συνηθίζουν να το προσφέρουν σαν ρόφημα. Τον χρησιμοποιούσαν στην παρασκευή θεραπευτικών αλοιφών και αρωματικών οίνων (Δικταμίτης οίνος). Το έλαιο που παρασκεύαζαν από το φυτό είχε τονωτικές και διεγερτικές ιδιότητες. Αιθέριο έλαιο δίκταμου μέσα σε ελαιόλαδο προσφερόταν στους θεούς, στους βασιλιάδες και ιερείς της Μινωικής Κρήτης, των Μυκηνών και της Πύλου από τον 15ο έως και τον 13ο αιώνα π.Χ. Επίσης χρησιμοποιείται για των αρωματισμό των καλών λικέρ και βερμούτ όπως η βενεδικτίνη, το άρκεμπιζ, το κινζάνο καθώς και αυτών της ποτοποιίας Martini & Rossi στην Ιταλία η οποία εισάγει ετησίως αρκετούς τόνους από αποξηραμένο δίκταμο για να τον χρησιμοποιήσει ως βασικό συστατικό για τον αρωματισμό των προϊόντων της.

Ο Δίκταμος χρησιμοποιείται παραδοσιακά ως αντιαιμορραγική, επουλωτική ουσία, τελευταία επιβεβαιώθηκε η δράση του κατά του έλκους του στομάχου. Η αντιοξειδωτική δράση του υδατικού εκχυλίσματος είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς είναι εμφανής η δυνατότητα εκμετάλλευσης της στη βιομηχανία τροφίμων ως συντηρητικού. Οι χρήσεις που αναφέρονται στην βιβλιογραφία είναι ως πεπτικό, αντιμικροβιακό, αντισηπτικό, ανθελμινθικό, αντιαιμορραγικό, επουλωτικό, εμμηναγωγό, σπασμολυτικό, καταπραϋντικό των στομαχικών πόνων και των νευρικών διεγέρσεων. Έχει αναφερθεί επίσης ότι διευκολύνει την κατάκλιση (έγκυες) και ως αντιεπιληπτικό.

Περιέχει καμφορά, ενώ το βασικό συστατικό του αιθέριου ελαίου του είναι η καρβακρόλη. Η θυμόλη αποτελεί κύριο συστατικό του αιθερίου ελαίου σε ποσοστό 78% (v/v). Ακόμα, σε αυτό υπάρχουν τα 3-θουγένιο (0.3%), α-πινένιο (0.3%), β-πινένιο (0.3%), α-τερπινένιο (0.9%), π-κυμένιο (10.1%), γ-τερπινένιο (7.9%), β-καρυοφυλλένιο (0.4%), λιναλοόλη (0.4%) και τερπινεν-4-όλη (0.3%). Προσδιορίστηκαν ακόμα και τα συστατικά τρικυκλένιο, σαβινένιο, λιμονένιο, λιναλοόλη και καμφορά. Οι μεν φαρμακευτικές του ιδιότητες οφείλονται στις ενώσεις θυμόλη και καρβακρόλη, οι δε αρωματικές στην πουλεγιόνη.

Ως έγχυμα χρησιμοποιείται ως τονωτικό και αντισπασμωδικό, ως αφέψημα για πονοκεφάλους, νευραλγίες , κατά της ουλίτιδας και του πονόδοντου. Επίσης δίνεται κατά της αμυγδαλίτιδας, του κρυολογήματος, του βήχα και του πονόλαιμου. Είναι καλό για στομαχικές διαταραχές, λειτουργεί χωνευτικά και ανακουφίζει τους στομαχόπονους. Θεωρείται επίσης σπασμολυτικό, διουρητικό και ότι ανακουφίζει τους πόνους στα νεφρά. Χρησιμοποιείται, για τις παθήσεις του ήπατος αλλά και ως εμμηναγωγό (πιστεύεται ότι μπορεί να επιφέρει και αποβολή). Τέλος αναφέρεται ότι το αφέψημα βοηθά στους πόνους από ρευματισμούς. Ως βάμμα χρησιμοποιείται συνήθως αραιωμένο όπως και το αφέψημα για εξωτερική χρήση. Ως καταπλάσματα ή επιθέματα χρησιμοποιούνται εξωτερικά για τους πονοκεφάλους, για τους πόνους του στομαχιού και τις παθήσεις του συκωτιού. Επίσης για φλεγμονές του δέρματος, μώλωπες, εξελκώσεις και ως αντισηπτικό. Τα επιθέματα στο υπογάστριο βοηθούν κατά τον τοκετό. Το κατάπλασμα από πολτό είναι πολύ αποτελεσματικό για τις εκχυμώσεις κατά της δυσοσμίας του στόματος. Το ίδιο αποτελεσματικό είναι και το μάσημα των φύλλων, το οποίο ενδείκνυται και για τον πονόλαιμο. Ως σκόνη χρησιμοποιείται ως αντιμικροβιακό, αντισηπτικό, ανθελμινθικό αντιαιμορραγικό και επουλωτικό φάρμακο με χρήση εξωτερική.

Σημείωση: Η ως άνω παρουσίαση του φυτού, σε καμμία περίπτωση δεν αποτελεί συνταγή. Η συμβουλή ειδικού κρίνεται απαραίτητη πριν από την χρήση του φυτού.
Εκτύπωση