Καρπός

ΚΑΡΠΟΣ
Μετά τη γονιμοποίηση του άνθους οι σπερματικές βλάστες μετατρέπονται σε σπέρματα και η ωοθήκη αυξάνεται και σχηματίζει τον καρπό. Ο καρπός ονομάζεται έτσι μετά τη γονιμοποίηση και εξακολουθεί να αυξάνει. Τα τοιχώματα της μεταπλάθονται σε τοιχώματα καρπού ή περικάρπιο. Το περικάρπιο διαφοροποιείται σε εξωκάρπιο (μονόστρωμο), μεσοκάρπιο (πολύστρωμο) και ενδοκάρπιο (μονόστρωμο). Τα στρώματα αυτά μπορεί να είναι δερματώδη, ινώδη, ξηλώδη ή σαρκώδη. Ο καρπός συμβάλλει στην προστασία των αναπτυσσόμενων σπερμάτων, στη διευκόλυνση της απελευθέρωσης των ώριμων σπερμάτων (σπόρων) και τη διασπορά των ώριμων σπερμάτων. Οι καρποί διακρίνονται σε:

Γνήσιοι καρποί: είναι οι καρποί που για το σχηματισμό τους λαμβάνει μέρος μόνο οι ωοθήκη. Διακρίνονται σε ξηρούς (με περικάρπιο ξηρό) και σε σαρκώδες (με περικάρπιο μερικώς ή εξολοκλήρου σαρκώδες).

Οι ξηροί καρποί διακρίνονται σε:
•    Αδιάρρηκτους καρπούς: κατά την ωρίμανση ο καρπός  παραμένει κλειστός η περιβάλλεται μερικώς από τα διαφοροποιημένα καρπόφυλλα.
1.    Αχαίνιο: Έχει περικάρπιο δερματώδες που συμφύεται πλήρως με το φλοιό του σπέρματος. Προκύπτει από υποφυή ωοθήκη. Είναι μικροί καρποί συχνά εφοδιασμένοι με πτητικό εξάρτημα.
2.    Καρύοψη: Είναι μεγαλύτερος από το αχαίνιο. Προέρχεται από επιφυή ωοθήκη και έχει δεματώδες περικάρπιο που συμφύεται με το φλοιό του σπέρματος.
3.    Κάρυο: Είναι μεγαλύτερος και από τους δύο προηγούμενους. Αποτελείται από ξυλώδες ή δερματώδες περικάρπιο που δε συμφύεται με το φλοιό του σπέρματος. Προέρχεται από απόκαρπη ή σύγκαρπη, επιφυή ή υποφυή ωοθήκη με πολλά καρπόφυλλα.

•    Διαρρηκτούς καρπούς: κατά την ωρίμανση ανοίγουν και ελευθερώνουν σπέρματα.
1.    Θύλακας: Προέρχεται από ωοθήκη με ένα ή περισσότερα καρπόφυλλα . ανοίγει από τη γαστρική ραφή. Το περικάρπιο μπορεί να είναι ξηρό ή ξυλώδες.
2.    Χέδρωπας ή λοβός ή όσπριο: Μονόσπερμος ή πολύσπορος καρπός που προέρχεται από επιφυή ωοθήκη με ένα καρπόφυλλο. Κατά την ωρίμανση ανοίγει κατά μήκος της γαστρικής ραφής του μεσαίου νεύρου του καρπόφυλλου. Το περικάρπιο μπορεί να είναι ξυλώδες, δερματώδες ή σαρκώδες.
3.    Κέρας και κεράτιο: Πολύσπερμος καρπός που προέρχεται από επιφυή ωοθήκη με δύο καρπόφυλλα. Ανοίγει από τη γαστρική και τη γαστρική ραφή από κάτω προς τα πάνω με τη βοήθεια βαλβίδων. Τα σπέρματα τοποθετούνται επάνω σε ψευδές μεμβρανώδες διάφραγμα. Όταν  το μήκος του καρπού είναι πολλαπλάσιο του πλάτους του τότε ο καρπός ονομάζεται κέρας ενώ όταν είναι ίσος ή μικρότερος ονομάζεται κεράτιο.
4.    Κάψα: Πολύσπερμος καρπός που σχηματίζεται από επιφυή ή υποφυή ωοθήκη με δύο ή περισσότερα καρπόφυλλα. Το περικάρπιο είναι ξηρό και ανάλογα με τον τρόπο που ανοίγει διακρίνεται σε κώδια ή πορροραγής κάψα (στο επάνω μέρος της κάψας υπάρχουν πόροι από τους οποίους εξέρχονται τα σπέρματα κατά την ωρίμανση), πυξίδιο (η διάνοιξη γίνεται οριζόντια στο επάνω μέρος με αποχωρισμό του καλλύματος), φραγμοραγγλης κάψα (η διάνοιξη γίνεται κατά μήκος των ραφών των καρπόφυλλων και έτσι τα καρπόφυλλα αποχωρίζονται μεταξύ τους), τοιχοραγής κάψα (η διάνοιξη γίνεται κατά μήκος του μεσαίου νεύρου κάθε καρπόφυλλου), φραγμόλλυτος κάψα (η διάνοιξη γίνεται στη κορυφή με οδόντες ενώ τα καρπόφυλλα παραμένουν κλειστά).

Οι σαρκώδεις καρποί διακρίνονται σε:
1.    Ράγα: το περικάρπιο είναι σαρκώδες και προέρχεται από επιφυή και σπανιότερα από υποφυή ωοθήκη. Έχει εξωκάρπιο υμενώδες και περικλείει πολλά σπέρματα.
2.    Δρύπη: το περικάρπιο μπορεί αν είναι σαρκώδες, ξυλώδες ή δερματώδες. Σχηματίζεται από επιφυή ή υποφυή ωοθήκη με ένα ή περισσότερα καρπόφυλλα και περιέχει ένα ή περισσότερα σπέρματα.

                 

r


Ψευδείς καρποί: είναι οι καρποί που για το σχηματισμό τους  εκτός από την ωοθήκη λαμβάνουν μέρος και άλλα τμήματα του άνθους και συνήθως προέρχονται από υποφυή ωοθήκη.
1.    Στεγοκάρπιο: η ανθοδόχη και ο κάλυκας του άνθους γίνονται σαρκώδης και εσωτερικά σχηματίζουν κοιλότητα όπου σχηματίζονται μικρά κάρυα.
2.    Μιμαίκυλο: μετά τη γονιμοποίηση του άνθους, ο ανθικός άξονας καθίσταται σαρκώδης, παίρνει σφαιρικό σχήμα και επάνω σε αυτό βρίσκονται σπέρματα που είναι μικρά κάρυα.
3.    Σύκο: είναι σφαιρική ταξικαρπία που σχηματίζεται από ταξιανθία που έχει εσωτερικά πολλά άνθη. Οι καρποί είναι μικρά άχαινα.
4.    Άπιο: ο κάλυκας συμφύεται με την ωοθήκη και εξελίσσεται σε σφαιρικό ή σταμνοειδής σαρκώδες περίβλημα στο κέντρο του οποίου βρίσκονται οι δρυποειδείς καρποί.
5.    Σίδιο: ο κάλυκας συμφύεται με τα τοιχώματα της ωοθήκης, αυξάνονται μαζί και περιβάλλονται από δερματώδες κέλυφος. Εκτός του ψευδούς καρπού υπάρχουν πολυάριθμα σπέρματα που περιβάλλονται από χυμώδες διαυγές περίβλημα.
6.    Σαμάριο: καρυοειδής, αδιάρρηκτος καρπός εφοδιασμένος με  πτερύγια.
7.    Διαχαίνιο: προέρχεται από επιφυή ή υποφυή σύγκαρπο ωοθήκη και μετά την ωρίμανση διασπάται σε μονόσπερμα καπρίδια τα οποία συγκρατούνται σε κοινό ποδίσκο που λέγεται καρποφόριο.
8.    Μεριστόκαρπος: αρθρωτός καρπός που αποτελείται από ένα καρπόφυλλο και κατά την ωρίμανση καθίσταται ξηρός και χωρίζεται σε πολλά κλειστά μονόσπερμα τμήματα.
Εκτύπωση