Μέντα (Peppermint) Φυτό ιθαγενές της Βορείου και Κεντρικής Ευρώπης. Ανήκει στην ελληνική χλωρίδα, καλλιεργείται δε στους κήπους σαν αρτυματικό και φαρμακευτικό.
Το όνομα προέρχεται ή από την λατινική λέξη mentha ή από την ελληνική μίνθη, λόγω της δυνατής οσμής της, ή από την αρχαία ινδική λέξη manth, meth = τρίβω. Η μέντα, μίνθος, ή δυόσμος των αρχαίων Ελλήνων, μίνθα, μίνθη του Θεοφράστου, μέντα του Πλινίου, παρατηρήθηκε στη σημερινή της μορφή από τον Dr. Eaton στο Χερτσφορντ της Αγγλίας, με το όνομα mentha palustris. Ο διάσημος συγγραφέας της φαρμακολογίας Dale ήδη από το 1705 εφιστά την προσοχή στις θεραπευτικές ιδιότητες του φυτού και το 1721 εμφανίζεται στη λονδρέζικη φαρμακοποιΐα ως mentha piperitis sapore. Στην ευρύτερη εξάπλωση του φυτού και της φαρμακευτικής του χρήσεως συνέβαλε ο Άγγλος Knigge το 1780, ο οποίος το περιέγραψε και το απεικόνισε. Οι Κινέζοι, φαίνεται, να είχαν από παναρχαιοτάτης εποχής γνώση του φυτού.
Οι συνήθεις μέντες είναι από καιρού γνωστές στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, κατά το Θεόφραστο δε και τον Κολουμέλλα ή άγρια μέντα (σισύμβριον, mentastrum) εξελίχθηκε στην ήμερη μορφή (μίνθα , menta)
Είναι φυτό πολυετές, με όρθιο βλαστό, φύλλα ωοειδή-λογχοειδή, οδοντωτά και άνθη ιώδη, διατεταγμένα κατά στάχυ. Τα άνθη εμφανίζονται τέλος της άνοιξης μέχρι τέλος καλοκαιριού.
Η καλλιέργειά του, κυρίως, έχει σκοπό την παραλαβή του αιθέριου ελαίου (μινθελαίου), που περιέχεται στις ανθισμένες κορυφές και τα φύλλα του. Το μινθέλαιο βρίσκει εφαρμογή στη ζαχαροπλαστική, την ποτοποΐα, την αρωματοποιΐα και τη φαρμακευτική. Θεωρείται πολύτιμο σαν φάρμακο λόγω των πολλαπλών ιδιοτήτων του (τονωτικό, στομαχικό, χωνευτικό, αντισπασμωδικό, μαλακτικό, αποχρεμπτικό, εμμηναγωγό, καταπραϋντικό, διουρητικό).